επινοια

επινοια
    ἐπίνοια
    ἐπί-νοια
    ἥ
    1) мысль, замысел, тж. затея, намерение
    

(τίν΄ ἐπίνοιαν ἔσχεθες; Eur.; ἐπίνοιαι καὴ τολμήματα Luc.)

    ἐς ἐπίνοιάν τινος ἐλθεῖν или ἰέναι Thuc. — прийти к мысли о чем-л. или затеять что-л.;
    τέν ἐπίνοιαν σπεύδειν — лелеять мысль, иметь намерение;
    οὐδ΄ ἐπίνοιαν ποιεῖσθαί τινος Polyb. — не иметь чего-л. и в мыслях

    2) мысль, представление
    

(κακῶν ἀθανάτων Plut.)

    κατ΄ ἐπίνοιαν Sext. — в представлении, мысленно

    3) выдумка, изобретение
    

(ἄγασθαι τέν ἐπίνοιάν τινος Xen.; τέχνης ἐπίνοιαι Arst.)

    ζητεῖν καινέν ἐπίνοιαν Arph. — искать новый способ

    4) новая мысль
    

ψεύδει ἥ ἐ. τέν γνώμην Soph. — вновь явившаяся мысль вытесняет (точнее изобличает во лжи) прежнюю

    5) рассудок
    

κοινέ ἐ. Polyb. — здравый смысл


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επινοια" в других словарях:

  • ἐπινοία — ἐπινοίᾱ , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοίᾳ — ἐπινοίᾱͅ , ἐπίνοια thinking on fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνοια — thinking on fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • επίνοια — η η επινόηση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπινοίας — ἐπινοίᾱς , ἐπίνοια thinking on fem acc pl ἐπινοίᾱς , ἐπίνοια thinking on fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνοι' — ἐπίνοια , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc sg ἐπίνοιαι , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίνοια — ἐπίνοια , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοίαι — ἐπινοίᾱͅ , ἐπίνοια thinking on fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοιῶν — ἐπίνοια thinking on fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινοίαις — ἐπίνοια thinking on fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»